- πολυανθής
- -ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα1. αυτός που έχει πολλά άνθη2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ-ανθής, λευκ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.